- ψαλμωδός
- ο / ψαλμωδός, ΝΜΑσυνθέτης ψαλμών, υμνογράφοςνεοελλ.άτομο που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλμός + -ωδός (< ὠδή) πρβλ. τραγ-ωδός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαλμῳδός — psalmist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμωδός — ο 1. αυτός που ψέλνει εκκλησιαστικούς ύμνους. 2. ο ποιητής ψαλμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλμωιδοῦ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμωιδόν — ψαλμῳδός psalmist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμωιδός — ψαλμῳδός psalmist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῳδοί — ψαλμῳδός psalmist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῳδοῦ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῳδούς — ψαλμῳδός psalmist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῳδῶ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῳδῶν — ψαλμῳδός psalmist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)